- αὐτοπροαίρετα
- αὐτοπροαίρετοςself-chosenneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένδοθεν — (AM ἔνδοθεν) επίρρ. μέσα, εντός (α. «ἔνδοθεν οἴκου», Ησίοδ. β. «θυμόν τέρπεται ἔνδοθεν», Πίνδ.) αρχ. 1. από μέσα («ὅν κάλεσον τρέχων ἔνδοθεν ὡς ἐμέ», Αριστοφ.) 2. αυτοπροαίρετα («αὐτό δ ὑφ αὑτῶν ἔνδοθεν πορθούμεθα», Αισχύλ.) 3. (ενάρθρ. ως επίθ.) … Dictionary of Greek
απαυτοματίζω — ἀπαυτοματίζω (Α) κάνω κάτι μόνος μου, παράγω αυτόματα ή αυτοπροαίρετα … Dictionary of Greek
εθελοντής — ο (θηλ. εθελόντρια) (AM ἐθελοντής Α και ἐθελοντήρ θηλ. ἐθελοντίς, η) αυτός που προσφέρεται αυτοπροαίρετα να κάνει κάτι νεοελλ. αυτός που κατατάσσεται εκούσια στον στρατό αρχ. είδος μίμων, δεικηλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εθελοντής ανάγεται σε θ.… … Dictionary of Greek
εθελοντηδόν — ἐθελοντηδόν (Α) εκούσια, αυτοπροαίρετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εθελοντής + ηδόν (πρβλ. αγεληδόν, εθνηδόν)] … Dictionary of Greek
θεληματικός — ή, ό (Μ θεληματικός, ή, όν) [θέλημα] αυτός που γίνεται με τη θέληση κάποιου, εκούσιος, εθελοντικός νεοελλ. σκόπιμος («όποιος κάνει αυτό με απόφαση θεληματική», Σολωμ.). επίρρ... θεληματικώς και ά (Μ θεληματικῶς και ά) με τη θέληση μου (σου, του) … Dictionary of Greek
οίκοθεν — (Α οἴκοθεν και οἴκοθε) επίρρ. 1. από το σπίτι, από την οικία («φιάλαν... δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ προπίνων οἴκοθεν οἴκαδε», Πίνδ.) 2. από την πατρίδα («οἴκοθεν ἐκ Κλαζομενῶν», Πλάτ.) 3. αφ εαυτού, αυτοπροαίρετα, εκουσίως 4. με προσωπική κρίση… … Dictionary of Greek
οικείος — α, ο (ΑΜ οἰκεῑος, α, ον, θηλ. και ος, Α ιων. τ. οἰκήϊος, η, ον) [οίκος] 1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικογενειακός, σπιτικός (α. «λέβης οἰκεῑος», Σοφ. β. «τὰ οἰκεῑα τὰ ἑαυτοῡ» η οικογενειακή, η ιδιωτική περιουσία, το νοικοκυριό … Dictionary of Greek
οικειοβούλως — οἰκειοβούλως (Μ) επίρρ. αυτοπροαίρετα, οικειοθελώς, οικείᾳ βουλήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από αμάρτυρο επίθ. *οἰκειόβουλος (< οἰκεῖος + βουλος < βουλή), πρβλ. αυτο βούλως] … Dictionary of Greek
οικειοθελής — ές αυτός που γίνεται με τη θέληση εκείνου που ενεργεί ή αυτός που προέρχεται από ιδία θέληση, αυτοπροαίρετος, αυτόβουλος, θεληματικός, εκούσιος. επίρρ... οικειοθελώς εκούσια, θεληματικά, αυτοπροαίρετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + θελής (< θέλω)] … Dictionary of Greek